Τα παιδικά μου χρόνια, όταν οι
συμμαθητές μου ονειρεύονταν να γίνουν θηριοδαμαστές ή αεροπόροι,
ποδοσφαιριστές, ολυμπιονίκες, δάσκαλοι και γιατροί, λαμπροί ροκ σταρ και
μυστικοί πράκτορες, εγώ είχα μια μόνο βέβαιη επιθυμία. Αν με ρωτούσαν
–και η αλήθεια είναι πως κανείς ποτέ δεν με ρώτησε– θα απαντούσα ότι
αυτό που θα ήθελα θα 'ταν να βρω έναν βολικό ή τραχύ εργοδότη,
διατεθειμένο πάντως να με πληρώνει για να στέκομαι σ' ένα πλάτωμα και να
κοιτάζω. Το απόγευμα μιας καλοκαιρινής μέρας, περπατώντας δίπλα στον
πατέρα στην κεντρική πλατεία της μικρής μας πόλης, είδα έναν άντρα με
μια παράξενη διόπτρα να σημαδεύει κάποιον άλλον νεότερό του που κρατούσε
στα χέρια ακίνητο ένα μεγάλο μπαστούνι.
Αληθινά σοφός άντρας. Θεοδόλιχος, πόσο
όμορφη μου φάνηκε εκείνη η λέξη, να αρχινά με το μεγαλόπρεπο «θεό» κι
έπειτα το ευγενές οδοντικό δ, το υγρό λ κι ένα ουρανικό χ· άσε που
κρατούσε κι εκείνο τον ρυθμό των πεντασύλλαβων, που μου θύμιζε τότε
παιχνίδι (τραγουδιστά:) Θε-ο-δό-λι-χος!
Είμαι σαράντα εννιά ετών –το ξέρω πως
μοιάζω μεγαλύτερος–, υπήρξα όμως ένα καλοταϊσμένο και υπάκουο παιδί κι
έπειτα ένας ευπροσήγορος νέος· τέως νέος, για να αστειευτώ με το όνομά
μου. Μ' αρέσουν τα καλαμπούρια κι ας μη φαίνεται στο βλοσυρό μου ύφος,
ίσως φταίει η υπερβολική αδυναμία που βαθουλώνει τα μάτια στις κόγχες –
δεν ήμουν πάντα έτσι κοκαλιάρης, μα ως γνωστόν τα οστά και το κρανίο
είναι η μοναδική μνήμη του σώματος. Αυτό που επιθυμούσα να κάνω στη ζωή
μου ήταν να κρατώ εκείνο το κοντάρι και να στέκομαι ακίνητος για ώρες
απέναντι από τη διόπτρα. Υπήρξε βέβαια μια τεράστια παρεξήγηση. Πίστευα
για ένα διάστημα, για δυο ή τρία χρόνια, πως «Θεοδόλιχος» λεγόταν η
διαβαθμισμένη βέργα· ίσως να μ' είχε ξεγελάσει η γοητεία της λέξης ή η
τύχη να ανακαλύψω έτσι απρόσμενα στον δρόμο ότι αυτό που τόσα χρόνια
ονειρευόμουν για τη ζωή μου, κάποιοι άλλοι το είχαν ήδη σκεφτεί και του
είχαν δώσει, μάλιστα, όνομα και σημασία. Μια μέρα στάθηκα απέναντι από
τον πατέρα και του ανακοίνωσα: «Όταν μεγαλώσω, θέλω να δουλεύω με έναν
θεοδόλιχο». Η μητέρα μάζευε τα πιάτα από το μεσημεριανό τραπέζι, ήμασταν
οι τρεις στην κουζίνα, εγώ αποφασισμένος να εκδηλώσω την επιθυμία μου
κι ο γέρος διαβάζοντας τα υπόλοιπα από την πρωινή εφημερίδα. Με κοίταξε
στα μάτια αυστηρά, «Τοπογράφος και πράσινα άλογα... Εσύ θα γίνεις
υφασματέμπορας», είπε κι έληξε τη συζήτηση. Η αλήθεια είναι πως δεν
προσπάθησα να τη συνεχίσω, ήμουν πολύ μπερδεμένος από την έκβασή της.
Εγώ άλλη επιθυμία είχα εκφράσει κι εκείνος σε άλλη απάντησε. Αν το
σκεφτόμουν καλύτερα, θα καταλάβαινα ότι ο πατέρας απέρριπτε την
προοπτική μιας προσοδοφόρας επιστημονικής εργασίας, πόσω μάλλον τη δική
μου αδιάφορη φιλοδοξία· εντούτοις, αφελώς σκεπτόμενος, χάρηκα για την
παρανόηση τόσο ώστε δεν αντιλήφθηκα ότι η κατακλείδα, «Εσύ θα γίνεις
υφασματέμπορας», δεν σήκωνε αντίλογο.
Υπάκουσα στην προσταγή του, έσκυψα το
κεφάλι, διάβασα όσο ήταν απαραίτητο και τελειώνοντας το σχολείο, πέρασα
τέσσερα χρόνια φοιτητής σε μια οικονομική σχολή – ίσως η πιο ξένοιαστη
περίοδος της ζωής μου. Εκείνα τα χρόνια έμαθα και την πραγματική
ονομασία της βακτηρίας που τόσο επιθυμούσα να στηρίζω αμέριμνος.
Μέχρι
τα δεκαοχτώ, εκτός από την αναπάντεχη ενσάρκωση του ονείρου μου σε
εκείνη την πλατεία και την ακόλουθη αυταρχική διάψευσή του, δεν είχε
συμβεί τίποτε άξιο λόγου στη ζωή μου. Καθόλου δεν με στενοχωρούσε αυτό
κι εξάλλου σαν κατάσταση δεν διέφερε πολύ από ό,τι επιθυμούσα, να
κάθομαι δηλαδή ακίνητος κρατώντας ένα ψηλό μπαστούνι –που προστέθηκε
στην εικόνα σχεδόν αυτόκλητο– και να κοιτάζω δίχως ενδιαφέρον τον κόσμο.
Απολάμβανα να συμμετέχω και σ' εκείνο το αστείο παιχνίδι των κοριτσιών,
το κουτσό, για να βλέπω τις φούστες τους να σηκώνονται, κυρίως όμως
γιατί ήταν εξαιρετική ευκαιρία να τραγουδώ από μέσα μου την αγαπημένη
λέξη ρυθμικά –θε-ο-δό-λι-χος– και να χοροπηδώ δημόσια στον ρυθμό χωρίς
κανείς να με παίρνει για τρελό. Αυτή ήταν μια πραγματικά ηλίθια ιδέα που
τότε δεν αντιλαμβανόμουν την ατέλειά της, κι εννοώ βέβαια μια
αντικειμενική ατέλεια που συνειδητοποίησα αργότερα: όλες οι
πεντασύλλαβες λέξεις, παρά τον εύηχό τους χαρακτήρα, είναι ανεπαρκείς
για τα έξι άλματα του παιχνιδιού.
Ο πατέρας, πρωτότοκος γιος υφασματέμπορα
κι εκείνος, είχε πριν από τον ερχομό μου στον κόσμο λάβει τις αποφάσεις
του. Μεγαλώνοντας, δίχως στιγμή να γίνω επιθετικός, με μειλίχιο τρόπο
προσπαθούσα να του αλλάξω γνώμη και να διεκδικήσω κάποιο άλλο μέλλον,
χωρίς ωστόσο να δείχνω καμιά σοβαρή πίστη στις εναλλακτικές προτάσεις
τις οποίες κατέθετα στο τραπέζι των άκαρπων διαπραγματεύσεων. Πρότεινα
κάτι κι εκείνος το απέρριπτε, έπειτα κάτι άλλο, το απέρριπτε, κάτι
καινούργιο, το απέρριπτε ξανά, έφτανα σε σημείο να δοκιμάζω απίθανες
προτάσεις που ήλπιζα πως θα τον ξάφνιαζαν σε τέτοιο βαθμό ώστε θα τον
άφηναν άφωνο. Κι αυτές τις απέρριπτε με τέτοια σταθερότητα, που δεν το
κρύβω πως καμιά φορά κλονιζόμουν για τη βούλησή μου. Αναρωτιόμουν μήπως
κατείχε μια γνώση για τα μελλούμενα η οποία σε καμιά περίπτωση δεν θα
αποκαλυπτόταν σε μένα αν δεν ακολουθούσα την επιταγή του. Ο γέρος μου
κάποτε κουραζόταν απ' αυτούς τους σχοινοτενείς στακάτους διαλόγους:
«Αρχιτέκτονας;» «Όχι», «Φιλόλογος;» «Όχι», «Αγγειοπλάστης;» «Όχι»,
«Μηχανικός;» «Όχι», «Καπετάνιος;» «Όχι», «Αρχαιολόγος;» «Όχι»,
«Χορογράφος, φοροτεχνικός, ταξιθέτης;» «Όχι», «Μετεωρολόγος;» «Όχι»,
«Λαχειοπώλης, θηριοδαμαστής, μασέρ;» «Όχι», «Δύτης, ζυθοποιός,
τσιρκολάνος;» «Όχι και πάλι όχι», καθόταν τότε στην πολυθρόνα του στη
σάλα του σπιτιού, δίπλα από τον παλιό φωνογράφο, δυνάμωνε την ένταση κι
απολάμβανε το τέταρτο μέρος της Ενάτης συμφωνίας του Ντβόρζακ, της
λεγόμενης και Συμφωνίας του Νέου Κόσμου, από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του
Βερολίνου. Είχε αγοράσει έναν μεγάλο ξύλινο μετρονόμο ο οποίος δέσποζε
στο τραπέζι απέναντί του και παρακολουθούσε με προσήλωση τον παλλόμενο
δείκτη αυστηρά ρυθμισμένο στους εκατόν τριάντα οκτώ χτύπους το λεπτό,
allegro con fuoco, δηλαδή ζωηρό με φλόγα, όπως μου εξήγησε ότι σημαίνει ο
Καλαβρέζος σενιόρ Ντέρι, στενός φίλος και συνεργάτης του πατέρα.
Για τον αδερφό μου, μικρότερο από μένα
δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, τα πράγματα ήρθαν πιο εύκολα. Εκείνος ήταν ο
γιος της μάνας κι εγώ ο γιος του πατέρα. Είχα κάθε δυνατή ελευθερία αν
δεχόμουν δύο απλούς, απαράβατους κανόνες: Θα γινόμουν υφασματέμπορας και
δεν θα έφευγα ποτέ μακριά, τουλάχιστον όχι για μεγάλα διαστήματα, ίσως
για σπουδές ή για προσωρινές επαγγελματικές υποχρεώσεις, σε καμιά
περίπτωση για σταδιοδρομία ή για γάμο. Η θέση μου ήταν στην ίδια πόλη,
στο πλάτωμα που σχημάτιζαν οι οδοί Βουλής και Δημοκρατίας, στο λιτό
διώροφο κτήριο δίπλα στο ζαχαροπλαστείο «Γκλόρια», πίσω από το δρύινο
γραφείο του πατέρα. Ο γέρος μου είχε αλλάξει τρεις πόλεις σε δύο
διαφορετικές χώρες. Αυτό ήταν ίσως το μόνο άλμα που είχε επιτρέψει στον
εαυτό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του που θεωρούσε χώρα
ξένη για να οδηγηθεί σε μια ξένη χώρα που θεωρούσε πατρίδα.
Δεν είχε ιδέα από μουσική. Αγνοούσε
ακόμα και τη σημασία του μετρονόμου – από τύχη κατάφερε να τοποθετήσει
το βαρίδι του δείκτη στο εκατόν τριάντα οκτώ ώστε να ταιριάζει με τον
ρυθμό της μελωδίας και πια πιστεύω πως το εκρηκτικό φινάλε της Ενάτης
του Ντβόρζακ δεν ήταν παρά ένας διαφορετικός τρόπος να πει: «Εσύ θα
γίνεις υφασματέμπορας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου